Λογοτεχνικό καφενείο

Το κομμάτι του forum για να συζητήσετε ότι σας προβληματίζει ή απασχολεί στην καθημερινότητα σας, ή να κάνετε ένα διάλειμμα.
Άβαταρ μέλους
κώστας
Δημοσιεύσεις: 7776
Εγγραφή: Δευ Μαρ 20, 2017 1:05 pm
Τοποθεσία: Νέα Κηφισιά https://kostas-tzouflas2.webnode.gr/
Επικοινωνία:

Λογοτεχνικό καφενείο

Δημοσίευση από κώστας » Πέμ Φεβ 09, 2023 8:43 pm

Εικόνα
Η μεγαλύτερη ηθική ικανοποίηση, είναι να βλέπεις τη φωτεινότητα που βγάζει ένα ευχαριστημένο πρόσωπο και να ξέρεις ότι κι΄ εσύ έχεις συμβάλλει σ΄ αυτό.

Άβαταρ μέλους
κώστας
Δημοσιεύσεις: 7776
Εγγραφή: Δευ Μαρ 20, 2017 1:05 pm
Τοποθεσία: Νέα Κηφισιά https://kostas-tzouflas2.webnode.gr/
Επικοινωνία:

Re: Λογοτεχνικό καφενείο

Δημοσίευση από κώστας » Πέμ Φεβ 09, 2023 8:45 pm

Ανοίγω αυτή τη θεματική, για να βάζουμε που και που κανένα διήγημα ή απόσπασμά του, κάποιου συγγραφέα ή και δικό μας, για να διαβάζουμε κάτι και να το σχολιάζουμε αν θέλουμε.

Σοφία, το κείμενο δεν νομίζω να έχει λάθος. Βέβαια η δική σου η ματιά είναι διαφορετική και σίγουρα μετράει περισσότερο. Το έβαλα για να κάνω την αρχή στο λογοτεχνικό καφενείο.

Συνάφειες (διήγημα της Γεωργίας Συλλαίου)

Κάθομαι ξανά στο παγκάκι του κήπου, εκείνο που πρώτο δέχεται το φως του ήλιου τα πρωινά. Το χώμα είναι ακόμα υγρό, μπορώ να διακρίνω την πάχνη πάνω στο γρασίδι, όμως εδώ, λίγο πιο ψηλά, μπορώ με μισόκλειστα τα μάτια να ξεκουράσω ασφαλής τα πόδια μου που δεν σταμάτησαν να τρέχουν όλη τη νύχτα. Ο ήλιος ανεβαίνει κι άλλο, η ζέστη με ναρκώνει και έτσι ξεχνάω για λίγο την πείνα μου. Ακούω μουρμουρητά, πόρτες να ανοιγοκλείνουν, σκούπες να ξύνουν τα μωσαϊκά, νερά να εκτοξεύονται από κουβάδες. Αναγκαστικά λοιπόν είμαι σε επιφυλακή, ξεγελώ προς το παρόν τους πάντες με την ακινησία μου. Ποτέ δεν ξέρεις από πού και πότε θα σου’ ρθει η επιτακτική εντολή να ξεκουμπιστείς. Να όμως που αναγνωρίζω το ασταθές βήμα του φίλου μου – έτσι αποκαλώ τον ένοικο του δευτέρου ορόφου – και αμέσως στρέφω με ελπίδα το κεφάλι. Το στομάχι μου διαμαρτύρεται έντονα, η προσμονή εκτοξεύει επιτακτικά τις απαιτήσεις του.
Λες;
Μπα, κάθεται δίπλα μου με τα χέρια αδειανά, αλλά δεν απελπίζομαι, άστον λίγο να κλάψει τη μοίρα του και πού θα πάει, θα θυμηθεί ότι αυτή την ώρα κάτι περιμένω κι εγώ απ’ αυτήν τη ζωή. Ο φίλος μου ακουμπάει τη ράχη του στα κάγκελα, μα τι άβολη στάση είναι αυτή, δεν τον ενοχλούν τα σίδερα; Κλείνει και τα μάτια, αν τον πάρει ο ύπνος, η κατάσταση δεν σώζεται με τίποτα. Τον ξέρω, είναι ικανός να κοιμηθεί οποιαδήποτε στιγμή, σε οποιαδήποτε στάση, εκτός αν είναι όρθιος βέβαια.
Τα πρωινά και τα απογεύματα, όταν πηγαίνει να κολυμπήσει στη θάλασσα, κρύβει κάτω από την πετσέτα του ένα μπουκάλι. Πρόκειται για μια εντελώς άχρηστη προφύλαξη, διότι οι πάντες στην πολυκατοικία φαίνεται να γνωρίζουν το μικρό ένοχο μυστικό του. Τον παρακολουθούν εντατικά και μόλις απομακρυνθεί λίγο αρχίζουν τα «τς τς», τα περιφρονητικά γέλια και τα χαμηλόφωνα λόγια. Απορώ γιατί δεν τους στέλνει στον διάολο πετώντας τους το μπουκάλι στο κεφάλι, αφού βέβαια πιει πρώτα το περιεχόμενο: είναι φανερό ότι το χρειάζεται τόσο, όσο χρειάζομαι κι εγώ αυτή τη στιγμή ένα υποτυπώδες γεύμα.
Και να που σηκώνεται, ξανανεβαίνει τα σκαλιά και μπαίνει στο σπίτι του. Οι ελπίδες μου αναπτερώνονται. Τεντώνω τα αυτιά μου και ακούω τον ήχο του ψυγείου που ανοίγει και κλείνει, το ίδιο συμβαίνει και με ένα –δυο ντουλάπια. Υπομονή.
Ορίστε, κατεβαίνει ξανά, με την πετσέτα διπλωμένη προσεκτικά στο ένα χέρι και στο άλλο το πιάτο με τις μικρές μπουκιές ευτυχίας. Τρέχω προς το μέρος του αλλά μου κάνει νόημα να τον ακολουθήσω. Πολύ ευχαρίστως, θα παραταθεί κάπως η οδυνηρή ευδαιμονία της αναμονής, όμως η αγωνία μου έχει πια εξανεμιστεί. Καθόμαστε πλάι πλάι στα σκαλάκια που οδηγούν στην άμμο. Τρώω προσεκτικά, πού και πού σηκώνω το κεφάλι για να τον δω: Πίνει κι αυτός μικρές γουλιές από το μπουκάλι και ατενίζει τη θάλασσα.
Και οι δυο μας αυτή τη στιγμή βρίσκουμε μια θέση στον κόσμο και δεν ενοχλούμε κανέναν. Εν τω μεταξύ ο ήλιος έχει ανεβεί αρκετά ψηλά, βλέπω στο δέρμα του σταγόνες ιδρώτα. Στραγγίζει το μπουκάλι κι εγώ γλείφω το πιάτο. Υποθέτω ότι τώρα θα μπει στο νερό και αποφασίζω να τον περιμένω. Έχω πιθανότητες και για δεύτερη μερίδα στην επιστροφή.
Καθώς κατεβαίνει τη σκάλα, το πόδι του γλιστράει, το γόνατο λυγίζει. Ο φίλος μου κουτρουβαλάει και καταλήγει ξαπλωμένος στην άμμο, ανάσκελα, με το πρόσωπο στραμμένο στον ήλιο.
Γελάει. Μου γνέφει ανασηκώνοντας το κεφάλι. Δεν διστάζω πια καθόλου, ανεβαίνω στο στήθος του που είναι τόσο αποστεωμένο όσο και το δικό μου στέρνο. Αρχίζω να χουρχουρίζω. Τον ακούω να ψιθυρίζει ακατανόητες κουβέντες καθώς χαϊδεύει το ταλαιπωρημένο μου τρίχωμα. Μάτια χρυσαφένια, νύχια χωρίς πόνο, σωτηρία και άλλα τέτοια που μοιάζουν με προσευχή και ίσως κάποια υπόσχεση, μια υπόσχεση που αφορά εμένα – έτσι διαισθάνομαι.
Σιγά σιγά τα μάτια μας κλείνουν. Δεν ακούγεται παρά ο ήχος του νερού που σκάει στην ακτή.
Να δεις που από δω και πέρα δεν θα φοβόμαστε τίποτα και κανέναν.
Η μεγαλύτερη ηθική ικανοποίηση, είναι να βλέπεις τη φωτεινότητα που βγάζει ένα ευχαριστημένο πρόσωπο και να ξέρεις ότι κι΄ εσύ έχεις συμβάλλει σ΄ αυτό.

Άβαταρ μέλους
ΣοφίαΟ
Δημοσιεύσεις: 589
Εγγραφή: Πέμ Ιουν 03, 2021 6:51 pm

Re: Λογοτεχνικό καφενείο

Δημοσίευση από ΣοφίαΟ » Πέμ Φεβ 09, 2023 11:39 pm

Πόσο σωστή κίνηση! Ευχαριστούμε, Κώστα!
Ξεκίνησα να το διαβάζω με το "μάτι του διορθωτή", αλλά ήταν ειπωμένες(α) τόσες αλήθειες, τόσες εικόνες, τόσα προβλήματα θίγονταν με απλό τρόπο που αφέθηκα... Μπράβο!

Άβαταρ μέλους
κώστας
Δημοσιεύσεις: 7776
Εγγραφή: Δευ Μαρ 20, 2017 1:05 pm
Τοποθεσία: Νέα Κηφισιά https://kostas-tzouflas2.webnode.gr/
Επικοινωνία:

Re: Λογοτεχνικό καφενείο

Δημοσίευση από κώστας » Σάβ Φεβ 11, 2023 4:35 pm

Αφιερωμένο σε ΄μας, τους σκληρυντικούς, από τη σύζυγό μου Χριστίνα


Η σβούρα


Απόψε ήταν η βραδιά της!
Άλλο χρόνο δεν είχε πολύ
για να μη βιάζεται.

Αλλά το απέδειξε
στα προκριματικά πως,

ήταν η καλύτερη.
Η πιο ευέλικτη.
Και με αντοχή στους χρόνους της.

Πήρε μια ανάσα,
και βγήκε.

Τότε ένα δυνατό χέρι αόρατο
της έδωσε ώθηση και δύναμη τρελλή.

Κι΄ άρχισε να στριφογυρνά
σ΄ έναν απίστευτο χορό.
Πήγαινε κι΄ερχότανε.
Και σε φυσούσε ο αέρας της.

Κι΄ εκεί που την έχανες,
να σου! μπροστά σου,
με μια υπέροχη πιρουέτα.

Αναπηδούσε
κι΄ αναπηδούσε.

Και τότε, σηκώθηκαν όλοι.
Ανήσυχοι κι΄ απορημένοι.

Η σβούρα, άρχισε να χάνει
σα ζαλισμένη
τον όμορφο χορό της.

Μ΄ όση δύναμη της απέμεινε
Στριφογυρνούσε σαν τρελλή και
προσπαθούσε μάταια,
να ισορροπήσει στο λεπτό ποδαράκι της.

Σωριάστηκε άγαρμπα.
Και κάπου σταμάτησε.

Κι΄ έμεινε, εκεί ξύλινη
με τα πανέμορφα χρώματά της
να γυαλίζουν στα φώτα.

Κουρασμένη πια.
Κι΄ ακίνητη.
Όλοι, μα όλοι, τότε,
σηκώθηκαν όρθιοι,
και χειροκροτούσαν.
Ασταμάτητα.
Μέχρι που την ανάγκασαν να ξαναβγεί.
Η μεγαλύτερη ηθική ικανοποίηση, είναι να βλέπεις τη φωτεινότητα που βγάζει ένα ευχαριστημένο πρόσωπο και να ξέρεις ότι κι΄ εσύ έχεις συμβάλλει σ΄ αυτό.

MARINA
Δημοσιεύσεις: 790
Εγγραφή: Τετ Μαρ 15, 2017 6:38 pm
Τοποθεσία: Βορεια Ελλαδα

Re: Λογοτεχνικό καφενείο

Δημοσίευση από MARINA » Κυρ Φεβ 12, 2023 12:32 pm

Ευχαριστουμε τη Χριστίνα!Υπεροχο και πολύ συγκινητικό το ποίημα της σβούρας και πραγματικά πολύ παραστατικό...αποτυπώνει πλήρως το πώς ένας πολύ δυναμικός και ασταμάτητα μαχητικός άνθρωπος που γύριζε σαν τη σβουρα να τα κάνει όλα τέλεια, ακινητοποιειται από αυτό το δράκο που λέγεται σκπ...Αλλα και το αισιόδοξο και ελπιδοφόρο μήνυμα στο τέλος,πολύ σπουδαίο...Ευχαριστουμε κι εσένα για τη σκέψη της θεματικής Κώστα...Καλή συνέχεια σε όλους! :emojis-8:
C'est la vie!!!j'aime la vie!!!

Άβαταρ μέλους
ΣοφίαΟ
Δημοσιεύσεις: 589
Εγγραφή: Πέμ Ιουν 03, 2021 6:51 pm

Re: Λογοτεχνικό καφενείο

Δημοσίευση από ΣοφίαΟ » Κυρ Φεβ 12, 2023 4:05 pm

Θησαυρός ανεκτίμητος η Χριστίνα σου! Και για τις λέξεις της -όσα υπάρχουν εδώ, δικά της, αλλά και δικά σου βέβαια, τα έχω ρουφήξει... λαίμαργα- αλλά και για το στήριγμα που σου προσφέρει...
:bowing: , Χριστίνα!

Άβαταρ μέλους
κώστας
Δημοσιεύσεις: 7776
Εγγραφή: Δευ Μαρ 20, 2017 1:05 pm
Τοποθεσία: Νέα Κηφισιά https://kostas-tzouflas2.webnode.gr/
Επικοινωνία:

Re: Λογοτεχνικό καφενείο

Δημοσίευση από κώστας » Παρ Μαρ 17, 2023 7:43 pm

Αρχικός ενθουσιασμός ήταν και πέρασε. Λέω να το παλέψω λίγο ακόμη!


http://mouseiopapadiamanti.blogspot.com ... _5723.html
Η μεγαλύτερη ηθική ικανοποίηση, είναι να βλέπεις τη φωτεινότητα που βγάζει ένα ευχαριστημένο πρόσωπο και να ξέρεις ότι κι΄ εσύ έχεις συμβάλλει σ΄ αυτό.

Άβαταρ μέλους
κώστας
Δημοσιεύσεις: 7776
Εγγραφή: Δευ Μαρ 20, 2017 1:05 pm
Τοποθεσία: Νέα Κηφισιά https://kostas-tzouflas2.webnode.gr/
Επικοινωνία:

Re: Λογοτεχνικό καφενείο

Δημοσίευση από κώστας » Παρ Μάιος 05, 2023 4:19 pm

Φανταστείτε έναν άνθρωπο, μια γυναίκα, την Ανθή, που στις πέντε το πρωί αποφασίζει πια ν’ αυτοκτονήσει. Είναι γι’ αυτήν η μοναδική λύση, και λύση όχι ευκαταφρόνητη. Άλλοτε αυτή η ώρα της ημέρας, το ξημέρωμα, το ξύπνημα των πουλιών, με τα δειλά τους πρώτα τιτιβίσματα, σα να γυρεύουνε να βρούνε τον τόνο, τη γέμιζε ευφροσύνη. Ένιωθε ως μέσα της ένα αφάνταστο πλημμύρισμα χαράς. Τώρα, τα ίδια τα κίνητρα που άλλοτε της έδιναν τη χαρά, έχουνε γίνει πηγή καταθλιπτικής δυσθυμίας. Θα επιθυμούσε πολύ, λόγου χάρη, να μη ’ρθουνε φέτος τα χελιδόνια. Την ενοχλεί αυτή τους η αεικίνητη φροντίδα, να χτίσουνε φωλιά, να ’τοιμάσουνε νοικοκυριό, ν’ αγαπηθούν, να κάμουν μικρά... και δε θα ήθελε οι τριανταφυλλιές και τ’ αγιοκλήματα του κήπου να ξανανθίσουν. Κι όμως ανθίσανε όλες τους τόσο πλούσια, όσο ποτέ, και τα δέντρα φορτώθηκαν καρπούς, αδιάφορα, αναίσθητα, σα να μην έχει μέσα στο σπίτι τίποτε αλλάξει...

«Κάποτε βέβαια θα πεθάνω, λέει η Ανθή, ζητώντας να τονωθεί στην απόφασή της, αμφιβολία πάνω σε τούτο δε χωρεί. Και θα ’ναι ή από πνευμονία, ή από καρκίνο, ή από συμφόρηση, ή ποιος ξέρει από ποιαν άλλη αρρώστια, όλες το ίδιο βασανιστικές με κρεβατώματα και πόνους. Και θα γίνω στους γύρω μου αβάσταχτο βάρος, και θ’ ακούω καθώς θα ’μαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι να σιγαλοψιθυρίζουν στο διάδρομο: ναι ο θάνατός της είναι παρακαλετός... ο θεός ας την ξεκουράσει... Τώρα. θα πεθάνω με τη δική μου θέληση· γερή και καλή. Και δε θα δώσω βάρος σε κανέναν και το σπουδαιότερο θ’ αλαφρώσω απ’ τις πίκρες που βαραίνουν απάνω μου και δεν τις αντέχω άλλο. Υπομονή έκανα αρκετές μέρες, γιατί είμαι ένας άνθρωπος πολύ λογικός. Αποφάσεις δεν παίρνω ποτέ εύκολα· εξαντλώ πρώτα κάθε όριο. Σκέφτηκα πως όλα περνούν, και δεν αποκλείεται και οι δικές μου πληγές να επουλωθούνε κι ας τις νόμιζα αθεράπευτες. Και... περίμενα... Αλλά όχι! τώρα πια πιστεύω, πως δε βγαίνει τίποτα. Το δοκίμασα κι αυτό και ησύχασα· τώρα ξέρω στα σίγουρα, πως η αυτοκτονία είναι η μοναδική λύση, γιατί ούτε καταφέρνω ύστερα από τόσες μέρες να ηρεμήσω, ούτε να κοιμηθώ, ούτε καν να περισπάσω την προσοχή μου. Λοιπόν δεν πρέπει και να περιμένω. Καθώς είμαι ιδιοσυγκρασίας νευρασθενικής, δεν αποκλείεται και να τρελαθώ, μόνο ποιος τρόπος να ’ναι άραγε ο καλύτερος. Λένε η μορφίνη... Το βερονάλ... επειδή φέρνουν ύπνο. Παίρνεις μερικές συνηθισμένες αμπούλες μορφίνης, τις σπάζεις μέσα σ’ ένα ποτήρι, και τις πίνεις. Αυτά τα δυο είναι ιδεώδη· γιατί το σουμπλιμέ ή η στρυχνίνη είναι φρικώδη φάρμακα. Ούτε λόγος να γίνεται γι’ αυτά. Θυμάμαι τη Μερόπη, το καημένο το κορίτσι! αυτή αυτοκτόνησε πολύ νωρίς δεκαοχτώ χρονώ, και τι ωραίο, καθώς το θυμάμαι, το μουτράκι της! Όταν μου ’παν πως δε μπορεί κι έτρεξα... τι φριχτές αναμνήσεις διατηρώ! τι πόνους τράβαγε! συσπαζότανε, στριφογύριζε πάνω στο κρεβάτι και φώναζε: «Σώστε με!», «Σώστε με!» «Σώσε με γιατρέ!» μα ήτανε αργά, είχε πάρει μεγάλη δόση σουμπλιμέ, κι είχε μελανιάσει κι είχε παραμορφωθεί το ψημιδευτό της προσωπάκι. Μια Μερόπη αγνώριστη! Βιάστηκε ν’ αυτοκτονήσει... πολύ βιάστηκε! επειδή δεν της δίνανε τον άνθρωπο που αγαπούσε...., και ποιος τη βεβαίωνε πως ο άνθρωπος αυτός, που τον αγαπούσε τόσο πολύ, δε θα την πίκραινε αργότερα σε σημείο που πάλι να καταλήξει στην αυτοκτονία; αυτά κανένας δε μπορεί να τα προμαντέψει, και πάλι το βερονάλ δεν πουλιέται σε μεγάλες δόσεις· μπορείς όμως να πας ν’ αγοράσεις από πεντέξη φαρμακεία συγχρόνως κι έτσι να μην κινήσεις υποψίες. Ένα γιατρό είχα γνωρίσει μια φορά, που έπλεκε το εγκώμιο κάποιου φάρμακου, αν θυμάμαι καλά το ’λεγε υδροκυάνιο· «ένα», έλεγε «είναι το φάρμακο που θεραπεύει όλες ανεξαιρέτως τις αρρώστιες από τις πιο αθεράπευτες ως τις πιο παραμικρές. Αυτό έπρεπε να συνιστούμε μεις οι γιατροί στους μισούς τουλάχιστον από τους αρρώστους μας. επειδή έχει και το μεγάλο προτέρημα να ’ναι δραστικό, αποτελεσματικό· μόνο να το αγγίξεις στη γλώσσα σου, θεραπεύεσαι για πάντα. Πεθαίνεις αυτοστιγμής από συγκοπή. Αλλά το φάρμακο αυτό πού να το βρεις! Ποιος να σου κάμει αυτή τη μεγάλη εκδούλευση!...».

Έπειτα άπλωσε η Ανθή το χέρι της δίπλα στο κρεβάτι, ψαχούλεψε, βρήκε το ρολόι της και κοίταξε την ώρα: εφτά παρά δέκα! Ίσια ίσια που προφταίνω να ντυθώ, να ετοιμαστώ, και να βρεθώ στη δουλειά μου με την ώρα μου.

Οχτώ μ’ εννιά είχε μάθημα στην Έκτη περί της «χρήσεως του απαρεμφάτου». Ύστερα ένα κενό, και ξανά τρία μαθήματα σειρά σε διάφορες τάξεις. Για φανταστείτε λοιπόν αυτή τη γυναίκα, που στις πέντε αποφασίζει ν’ αυτοκτονήσει και κανονίζει τις λεπτομέρειες, και στις οχτώ αρχίζει και διδάσκει μπροστά στον πίνακα περί απαρεμφάτου... να ’ναι άραγε το φαινόμενο τούτο κωμικό ή τραγικό; και ποια η ανάγκη να πηγαίνουμε στο θέατρο; Πρόκειται το θέατρο να θαυμάσουμε ηθοποιούς δυνατότερους από μας τους ίδιους: Ποια πρωταγωνίστρια από τις γνωστές η τις άγνωστες, θα ‘παιζε τούτο το ρόλο, με τη φυσικότητα που τον έπαιξα εγώ; έτσι συλλογιέται η κ. Ανθή καθώς βγαίνοντας από την τάξη διασχίζει το ατελείωτο κοριντόρ, που οδηγεί στο βάθος, στο Γραφείο των καθηγητών.

Στο Γραφείο μπαίνανε τώρα ένας ένας οι διάφοροι καθηγητές· άλλοι βιάζονταν ν’ ανάψουν το τσιγάρο τους, άλλοι να γράψουν στο «βιβλίο ύλης», άλλοι να βγούνε στην ταράτσα να περπατήσουν πάνω κάτω στον καθαρόν αέρα. Καθένας κι απάνω του. Η Ανθή νόμιζε πως δεν είχε με κανένα τους κείνη την ψυχική συγγένεια, που σε κάνει ν’ ανοίγεις την καρδιά σου και ν’ ανακουφίζεσαι. Τους αγαπούσε όλους, γιατί ήσανε καλοί και συμβιούσαν μέσα σε θερμήν ατμόσφαιρα συναδέλφωσης· κάνανε αστεία μιλούσαν και γελούσαν, μα στην ψυχή της έμενε πάντα ένας μικρούτσικος χώρος για την ατομική της μόνο κυκλοφορία. Ολότελα με το θεολόγο τους τον κ. Πέπα, η το μαθηματικό τους τον κ. Βαλτή η απόσταση ήτανε μεγάλη. Δέκα φράσεις δεν είχανε ανταλλάξει τα χρόνια που συνυπηρετούσαν. Ποιος έφταιγε; η Ανθή που δεν τους έμοιαζε σε τίποτα; ή αυτοί που δε μοιάζανε σε τίποτα της Ανθής;

Η Ανθή καθισμένη σε μια καρέκλα παρακολουθούσε τους καθηγητές που κυκλοφορούσαν να γύρο, κι έλεγε: «Πότε να τελειώσει το διάλειμμα! Ν’ ακουστεί το κουδούνι που θα τους μαζέψει πάλι όλους και θα τους ξανακλείσει στις τάξεις! Να χαρώ την κενή μου ώρα, να μείνω μόνη, να παραδοθώ ανενόχλητη στα σχέδιά μου...».

Βγήκαν επιτέλους πάλι όλοι από το Γραφείο, η Ανθή έκλεισε καλά την πόρτα, κι άρχισε να κάνει βόλτες πάνω κάτω. Ύστερα άνοιξε το τζάμι για να δει με μεγαλύτερη διαύγεια τη θάλασσα. Απλωνότανε μισή καταπράσινη, πέρα κατά το βάθος, και μισή γαλάζια. «Το σκολειό μας είναι σ’ εξαιρετική θέση χτισμένο. Αγναντεύει μια κατά τη θάλασσα και μια κατά τα περιβόλια κι είναι η κοινωνία του γεωργοί, αγαθοί ανθρώποι... τα παιδιά καλόκαρδα, μα πως το ’λεγε η μητέρα; ήτανε τότες, που είχαν νοικιάσει οι γονείς μου κείνο το ξανοιχτό σπίτι... που υψωνότανε ανάμεσα σε λεμονιές και νεραντζιές που μοσκομύριζαν... μα η μητέρα ήτανε πολύ πικραμένη. Δε μπορούσαν τα μάτια της να δούνε τις ομορφιές του σπιτιού· η θλίψη έπλεκε υφάδι και της εμπόδιζε την όραση. Κι όταν της το παίνευαν και της λέγανε, το σπίτι σας είναι παράδεισος, «τι το θέλεις το χρυσό το τάσι, τους αποκρινότανε, άμα είναι να φτύνεις αίμα μέσα;» Έτσι είναι τα καλοχτισμένα σκολειά, και την όμορφη θέα, και τα καλά παιδιά, ας τα χαίρονταν εκείνοι που ήτανε στο χέρι τους· η Ανθή τα ’βλεπε, κι είχε την εντύπωση πως ετοιμάζεται για ταξίδι και πως αποχαιρετάει. Ύστερα πήγε κατά το πιάνο, το άνοιξε, το ξεσκόνισε και κάθισε. Έκαμε να παίξει μα οι ήχοι του την ενόχλησαν· το ξανάκλεισε. Πήρε δυο καρέκλες και κάθισε, απλώνοντας τα πόδια της στη μια. Ένιωθε φοβερή κούραση. Ακούμπησε και το κεφάλι στην ανοιχτή παλάμη σκεπάζοντας συγχρόνως τα μάτια της. Δεν είχε καλά καλά ταχτοποιηθεί, κι η πόρτα του Γραφείου άνοιξε και μπήκε μέσα ο μαθηματικός τους ο κ. Βαλτής. Δεν είπε ούτε καλημέρα στην Ανθή, τίποτα. Πλησίασε στο τραπέζι, σωριάστηκε σε μια καρέκλα, έβγαλε από την τσέπη του το μαντήλι του κι άρχισε να κλαίει φωναχτά σα μωρό· έκλαιγε κι έλεγε, έλεγε!... Η Ανθή τα ’χασε. Τρόμαξε. Μα ο κ. Βαλτής τώρα και τέσσερα χρόνια, που συνυπηρετούσαν, δεν είχε ανοίξει το στόμα του να πει πέντε λόγια! Οι πληροφορίες των συναδέλφων για την εν γένει ιδιωτική του ζωή, συμποσούνταν στις πενιχρές απαντήσεις, που έδινε αυτός ο ίδιος κάθε χρόνο συμπληρώνοντας το ατομικό του δελτίο: Έγγαμος: ναι. Τέκνα: τέσσερα... Μα μήτε πού καθότανε ξέρανε οι συνάδελφοι — έφευγε από το σχολείο με τα πόδια κι έκοβε μέσα από τα χωράφια — ούτε τι σκαρί ήτανε η γυναίκα του, και τα «τέσσαρά» του τέκνα δεν τα είχανε δει ποτέ στα μάτια τους. Τις παρέες με το σύλλογο τις απόφευγε. Στην εικοστή πέμπτη Μαρτίου, στην εορτή των Τριών Ιεραρχών, στα «αποτελέσματα» που ο Γυμνασιάρχης καλούσε το σύλλογο να του προσφέρει μια μπύρα, ένα γλυκό, ο κ. Βαλτής δεν ερχότανε: «ευχαριστώ πολύ, κ. Γυμνασιάρχα, δυστυχώς δε θα μπορέσω». Στις εκδρομές που όλοι οι συνάδελφοι ακολουθούσαν οικογενειακώς, εκείνος προφασιζότανε, πως κάποτε είχε πάθει ρευματισμούς κι αποφεύγει τη σωματική κόπωση. Λιγομίλητος, μαζεμένος, ανεκδήλωτος. Και τώρα!... ό,τι μάζευε τόσα χρόνια ό,τι κράταγε κρυμμένο μέσα του τόσους καιρούς, με ευλάβεια και φανατισμό, τώρα; το σκορπούσε χωρίς να του το ζητάει κανένας. Το ποτήρι είχε ξεχειλίσει... Έλεγε, έλεγε, τόσα πολλά που δεν πρόφταινε κανένας ν’ ακούει: «ήρθανε, ξαναήρθανε ένα σωρό γιατροί, τι κάμανε; τίποτα. Ήρθε ο Μαρούλης, ήρθε ο Κιστήνιος, ήρθε ο Οικονομόπουλος. Τη βασανίζουνε. Την ταλαιπωρούνε χτύπησε, ξαναχτύπησε, ακροάσου, τρύπησε, ξανατρύπησε, την περασμένη βδομάδα, την Τρίτη, λένε χρειάζεται σανατόριο. Τρέχω πάνω κάτω, προεξοφλώ τέσσερις μισθούς, γιατί είχα και χρέη, και την πηγαίνω στα Μελίσσια... τώρα, αφού είδανε πως την έβλαψε το σανατόριο, μου ξαναλένε πίσω! κλινική! τι θα γίνω! που θα μείνουν τέσσερα μωρά! Είμαστε ξένοι· είμαι ξένος!

- Μα τι έχετε, κ. Βαλτή, τι σας συμβαίνει;

- Μένω έρημος... μα το περισσότερο, εκείνη κλαίω, είκοσι οχτώ χρονώ γυναίκα. Και δε γνώρισε κοντά μου μήτε τόση δα! να! τόση δα χαρά! Την πήρα μικρή μικρή από τη μάνα της, άμα μετατέθηκα στη Σάμο κι ήμουν εγώ βαρύς κι αυτή είχε ψυχή αγγέλου...

- Μα νομίζετε πως έχει σημασία ποιος απ’ τους δυο είναι βαρύς...

- Δε χάρηκε κοντά μου στο παραμικρό! κι όλα στενόχωρα. Ένας δασκαλίστικος μισθός πού να φτάξει... άμα είχαμε ρούχο, δεν είχαμε παπούτσια, κι άμα είχαμε παπούτσια, δεν είχαμε καπέλο... Τα ’χει δει κανένας σας τα παιδιά μου; την ξέρει κανένας σας τη γυναίκα μου; ξέρει κανένας σας πού κάθουμαι; και ήτανε αδύνατη η καρδιά της, έλεγε ο γιατρός ξεκούραση, κι αυτή έκανε ως και τη μπουγάδα μονάχη της, όλες τις δουλειές τις έκανε δίχως κανένα βοηθό, έτρεχα άμα σκολνούσα, με τα πόδια, για να γλιτώνω τα έξοδα του τραμ, κι είχα την αγωνία πότε θα φτάσω... κι όλο με το γέλιο... να βγαίνει η ψυχή της κι αυτή να γελά... τι θα γίνω! Τι να κάμω!

- Υπομονή να κάμετε, κ. Βαλτή, υπομονή κάνουμε όλοι μας και περνάμε τούτη την αχάριστη κι άσκοπη ζωή.

- Είμαι ξένος... πενήντα χρονώ με τέσσερα μωρά. Τα τελευταία, τα δίδυμα, είναι τριάμισι χρονώ. Δεν τ’ αφήνουμε να πάνε κοντά της, μα τα μικρά τη θέλουνε, εκείνη δεν έφερε καθόλου την ομιλία τους... σα να μην έχει παιδιά... δε μπορεί και να μιλήσει... χτες όμως ακούστηκε στο διάδρομο της κλινικής ένα παιδάκι που γελούσε και πρόσεξα το βλέμμα της, που στράφηκε μονομιάς κατά την πόρτα, κι είχε μιαν αγωνία! κι ύστερα, βούρκωσε, μα δε μου ’πε τίποτα... Μα ξέρετε τι θα πει άγγελος; ξέρετε τι θα πει άγγελος;

- Οι δυστυχίες είναι για μας... όλος ο κόσμος το ίδιο βασανίζεται... μα είναι που σεις δεν το ξέρετε και θαρρείτε πως είστε μονάχος... είναι ανθρώποι που έχουνε μερόνυχτα στη σειρά να κλείσουν μάτι, που στέκονται στα πόδια τους με τις ασπιρίνες και με τους ·καφέδες...

- Είκοσι οχτώ χρονώ γυναίκα! κι είναι πια σα σκελετός, να δείτε το χέρι της, να! εδώ! καθώς το σηκώνει... μόνο ανάσα που παίρνει, για να με παρηγορά πως ζει ακόμη... Την έχουνε στηλωμένη με τα μαξιλάρια, γιατί γέρνει...

- Μα γιατί κλαίτε διαρκώς και δεν ακούτε και μένα τι σας λέω;

- Ακούω... ακούω... Αχ! τι θα γίνω! Φεύγει από κοντά μου και δε μπόρεσα να της δώσω τόση χαρά! Στα χέρια μου γνώρισε μόνο στέρηση... ούτε τόση χαρά!

- Είναι ανθρώποι, κ. Βαλτή, σκαλιά και σκαλιά πιο δύστυχοι από σας, γιατί ό,τι προέρχεται από τη φύση, όπως είναι ο φυσικός θάνατος, σηκώνει παρηγοριά. Έτσι είναι πλασμένος ο κόσμος να παρηγοριέται γρήγορα στο θάνατο. Χάνουμε τα παιδιά μας, τους προστάτες μας, ό,τι αγαπούμε και σ’ να μήνα μέσα έχουμε ξεχάσει... για διαβάστε στην εφημερίδα τις αυτοκτονίες... κοιτάξετε τα αίτια που τους έφεραν ως εκεί... όσοι δεν είναι νευρασθενικοί, αυτοκτονούνε για λόγους αισθηματικούς: χάσανε τον άνθρωπο που αγαπούσαν. Αν ο άνθρωπός τους όμως πέθαινε, να δείτε, που δε θα τους περνούσε στο μυαλό ν’ αυτοκτονήσουν. Κάθε μέρα ο θάνατος παίρνει τόσα προσφιλή πρόσωπα· γονείς χωρίζουνται από τα μοναχοπαίδια τους οι μανάδες τους, όμως γρήγορα παρηγοριούνται!

- Κι είχε κάμει μια χαρά προχτές... Όχι! την Τετάρτη το βράδυ ήτανε, που μου ζήτησε και λίγο γιαούρτι. Της άρεσε το δωμάτιο, που την έβαλαν. Κοίταζε από το παράθυρο κι έλεγε: Τι ωραία! φαίνεται όλο το δασάκι του Λυκαβηττού. Την είχε βρει ο γιατρός πολύ καλύτερα και μου ’πε: μη στενοχωριέσαι! η καρδιά της θ’ αντιδράσει....

- Μα είναι πολύ καλύτερό αυτό... να είναι βαριά άρρωστη και να καρτερείς πως σήμερα, αύριο θα ξεψυχήσει... Γιατί θα πεθάνει ο άνθρωπός σου, μα θα πεθάνει για όλον τον κόσμο. Θα θέλατε όμως η γυναίκα σας να πεθάνει μόνο για σας; Μα για προσέξτε αυτό που σας λέω... να πεθάνει μόνο για σας και για όλους τους άλλους να ζει...

- Αν, κ. Ανθή, δεν της έμπαινε πυρετός... Μα ξέρετε τι είναι; σ’ αυτό το βασανισμένο κορμί να μπει 39ο πυρετός; τι θα κάνει η καρδιά; τι θα γίνω! τι θα γίνω!

- Να μπει 40ο, να μπει 41ο, κι ύστερα να πεθάνει· και να ξέρεις πως τα μάτια αυτού του ανθρώπου, που θα του τα κλείσεις εσύ με τα χέρια σου, δε θα βρεθούνε άλλα χέρια να του τ’ ανοίξουν. Εσύ να ’σαι ο τελευταίος άνθρωπος που θ’ ασχοληθεί μ’ αυτόν. Θα θέλατε, κ. Βαλτή, να είναι η γυναίκα σας γερή και καλή, και στα καλά καθούμενα να σηκωθεί ένα πρωινό να σας πει χαίρετε! να σας πει πως αρκετά βάστηξε αυτή η συγκατοικία κι είναι καιρός να διαλυθεί; εσύ να φοβηθείς και ν’ ανησυχείς μην τρελάθηκε... και να της λες γιατί; τι συμβαίνει; τι έπαθες; κι αυτή να σου λέει: κείνο που μου συμβαίνει είναι, πως αποφάσισα με κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο να διαλύσω την εταιρία... κι είστε, κ. Βαλτή, μεγάλος, όπως λέτε στην ηλικία! και κείνη δεν το λογαριάζει, μόνο σας κοιτάζει απολιθωμένη, βλέπουνε τα μάτια της πολύ καλά την απόγνωσή σας, μα έχουνε στην έκφραση την απάθεια και την αδιαφορία που παίρνουνε τα πρόσωπα των τρελών. Μιλήσατε ποτέ σας με τρελούς; Τι φοβερό! εσύ τους μιλάς με την ανθρώπινη, τη συνηθισμένη λογική, ενώ αυτοί έχουν αρχίσει πια να συνεννοούνται με δικό τους κώδικα... Καταλαβαίνεις τότε πως χάνεις τα λόγια σου. Έχεις να πεις πολλά, πολλά, και δε λες τίποτα· μήτε μια λέξη! Έχεις δει πως είσαι απομονωμένος. Ενώ ως χτες βαδίζατε μαζί σ’ αυτόν το μακρινό, αγκαθερό δρόμο και πότε ακουμπούσε αυτή απάνω σου και πότε συ απάνω σ’ αυτήν, και νιώθατε ανακούφιση, μια στιγμή την έχασες! κοιτάζεις δεξιά, αριστερά, μπρος, πίσω, τίποτα! άφαντη! Λοξοδρόμησε δίχως να την πάρεις είδηση. Κι ο δρόμος που περάσατε μαζί μπορεί να ’τανε εξαιρετικά δύσβατος κι αγκαθερός, μα ήτανε τουλάχιστον ίσιωμα, μα από τώρα κι ύστερα αρχίζει όλο ανηφορικός...

Τώρα αρχίζει να κλαίει και η Ανθή. Βγάζει κι αυτή το μαντίλι της και κλαίει. Κλαίνε κι οι δυο τους. Ο ένας στη μιαν άκρη του τραπεζιού κι ο άλλος στην άλλη.

- Εγώ λυπάμαι το περισσότερο τα δυο μικρά, μάλιστα το κοριτσάκι, που είναι από φυσικό του χαδιάρικο και ήτανε πάντα κρεμασμένο στην ποδιά της. Τώρα την αναζητάει. Δεν έχει πού ν’ ακουμπήσει...

- Ναι! αλήθεια! αυτό είναι φοβερό· άμα δεν έχει κανένας πού ν’ ακουμπήσει... Είναι το φοβερότερο πράμα που υπάρχει στον κόσμο...



Χτύπησε πάλι το κουδούνι. Τέλειωσε η «κενή ώρα» κι άρχιζαν ένας ένας οι καθηγητές να μαζεύονται στο γραφείο. Ο κ. Βαλτής πρόφτασε προτού μπούνε οι άλλοι κι έφυγε. Θα περνούσε από το γραφείο του κ. Γυμνασιάρχη.

- Χαίρετε! κ Ανθή, πηγαίνω να ζητήσω άδεια να φύγω... Εδώ ήμουνα κι ο νους μου πετούσε άλλού... μα σαν ήρθα, είχε ήδη μπει στο μάθημα... χαίρετε!

- Χαίρετε!...

- Τα μάτια σας κ. Ανθή, είναι κατακόκκινα! κλαίγατε! Τι έχουν;

- Ναι! Έκλαιγα... Ήταν εδώ ο κ. Βαλτής και μου πόνεσε η καρδιά, καθώς τον άκουγα να μιλάει για τη γυναίκα του... φαίνεται πως είναι στα τελευταία της. Κι είναι, λέει, πολύ νέα, καλή, και του αφήνει και τέσσερα μικρά παιδιά.

- Το δυστυχή! γι’ αυτό ο καημένος απουσιάζει τόσες μέρες...


Έλλη Αλεξίου

https://users.sch.gr/ipap/log-keimena/alexiou.htm
Η μεγαλύτερη ηθική ικανοποίηση, είναι να βλέπεις τη φωτεινότητα που βγάζει ένα ευχαριστημένο πρόσωπο και να ξέρεις ότι κι΄ εσύ έχεις συμβάλλει σ΄ αυτό.

Άβαταρ μέλους
ΣοφίαΟ
Δημοσιεύσεις: 589
Εγγραφή: Πέμ Ιουν 03, 2021 6:51 pm

Re: Λογοτεχνικό καφενείο

Δημοσίευση από ΣοφίαΟ » Παρ Μάιος 05, 2023 11:47 pm

Υπέροχο απόσπασμα από έναν υπέροχο συγγραφέα και άνθρωπο! Κώστα, βλέπεις τη φωτεινότητα στο πρόσωπό μου; Εσύ έχεις συμβάλει!!!!!! Συνέχισε να προσπαθείς, γιατί δεν ήταν μόνο αρχικός ενθουσιασμός! Ευχαριστούμε!

Άβαταρ μέλους
κώστας
Δημοσιεύσεις: 7776
Εγγραφή: Δευ Μαρ 20, 2017 1:05 pm
Τοποθεσία: Νέα Κηφισιά https://kostas-tzouflas2.webnode.gr/
Επικοινωνία:

Re: Λογοτεχνικό καφενείο

Δημοσίευση από κώστας » Σάβ Μάιος 06, 2023 1:28 pm

Είμαι σίγουρος πως δεν θα θέλει να το πω γιατί το θεωρεί επίδειξη και φιγούρα, εγώ όμως θα το κάνω χωρίς να της το πω γιατί νομίζω ότι αξίζει. Κάποια στιγμή μου λέει η Χριστίνα. Να στείλω ένα ποίημα σ΄ ένα διαγωνισμό από περιέργεια να δούμε τι θα γίνει; Βρήκε λοιπόν ένα πανελλήνιο διαγωνισμό ποίησης που δεν θυμάμαι ποιος οργάνωνε, έστειλε το ποίημα που ακολουθεί και πήρε το πρώτο βραβείο!

Ούριος


Στη μοναξιά κάποιων ανθρώπων,
είναι ευτυχία ακόμη και το χτύπημα της πόρτας απ΄ τον άνεμο.
Γιατί κι΄ αυτός παρέα κάνει.
Διαλέγεις κουβέντες απ΄ το βουητό του.
Αυτές που θα ΄θελες ν΄ ακούσεις,
μετά από καιρούς σιωπής.
Περνά τα φύλλα, τα κάγκελα της αυλόπορτας,
τρίζει τα εξώφυλλα, θροΐζει την κουρτίνα
και λέει ο άνεμος:
Δεν είσαι μόνος.
Εγώ είμαι εδώ για παρέα σου.
Κέρασέ με λίγη απ΄ τη μοναξιά σου να χορτάσω
κι΄ εγώ θα σου δίνω απλόχερα τις νότες μου.
Εσύ δεν με μισείς!
Δεν σου χάλασα ποτέ κανένα ταξίδι.
Γιατί, δεν έφυγες ποτέ.
Δεν ξερίζωσα λουλούδι σου.
Γιατί, ποτέ δε φύτεψες.
Ούτε αναστάτωσα τα μαλλιά σου.
Πάντα ατημέλητος ήσουν.
Ούτε ομπρέλα σου γύρισα.
Γιατί, πάντα βρεχόσουν.
Ακόμη και το πανωφόρι σου,
δεν ήταν ποτέ κουμπωμένο.
Πέρασα μέσα από τ΄ ανοιχτά κουμπιά του
και φύσηξα δυνατά κοντά στη καρδιά σου.
Έτσι μπόρεσα και σε γνώρισα.
Και να σου πω κάτι αγαπημένε μου άνθρωπε;
Ούτε κι΄ εγώ νοιώθω πια τώρα μόνος.
Η μεγαλύτερη ηθική ικανοποίηση, είναι να βλέπεις τη φωτεινότητα που βγάζει ένα ευχαριστημένο πρόσωπο και να ξέρεις ότι κι΄ εσύ έχεις συμβάλλει σ΄ αυτό.

Απάντηση

Μέλη σε σύνδεση

Μέλη σε αυτήν τη Δ. Συζήτηση: Δεν υπάρχουν εγγεγραμμένα μέλη και 1 επισκέπτης